- κριθομάντεις
- κριθόμαντιςone who divined by barleyfem nom/voc pl (attic epic)κριθόμαντιςone who divined by barleyfem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κριθόμαντις — κριθόμαντις, εως, ὁ (Α) αυτός που μαντεύει με το ρίξιμο τού κριθαριού («ἀλευρομάντεις ἄγων καὶ κριθομάντεις», Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + μάντις (πρβλ. ονειρό μαντις, ορνιθό μαντις)] … Dictionary of Greek